καρπώσεται

καρπώσεται
καρπόω
bear fruit
aor subj mid 3rd sg (epic)
καρπόω
bear fruit
fut ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρπώνω — και καρπώ (AM καρπῶ, όω) [καρπός (Ι)] 1. παράγω καρπό, καρποφορώ 2. μέσ. καρπώνομαι, καρποῡμαι, όομαι α) απολαμβάνω τους καρπούς, έχω την επικαρπία, καρπίζομαι («δὶς τοῡ ἐνιαυτοῡ τὴν γῆν καρποῡσθαι», Πλάτ.) β) λαμβάνω κέρδος από κάποιο πράγμα,… …   Dictionary of Greek

  • πλατύρρους — ουν και οος, οον, Α (ποιητ. τ.) (για ποταμούς) αυτός που έχει πλατύ ρεύμα («ὅς καρπώσεται ὅσην πλατύρρους Νεῑλος ἀρδεύει χθόνα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύ * + ῥόος, ῥοῦς (< ῥέω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”